- λαμπάκτις
- λαμπάκτῑς, ἡ, ([etym.] ἀκτίς)A shining, of Venus, Doroth.in Cat.Cod.Astr. 2.82.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπάκτις — λαμπάκτις, ιδος, ἡ (Α) (για τον πλανήτη Αφροδίτη) λαμπερή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + ἀκτίς] … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek